Βρέθηκε επιγραφή σε κυπριακό συλλαβάριο
Ως έκπληξη χαρακτηρίζεται από τους αρχαιολόγους η μικρή επιγραφή σε κυπριακό συλλαβάριο που εντοπίστηκε , εντοιχισμένη σε τοίχο της Κυπροαρχαϊκής περιόδου, στην θέση Κούκλια-Μάρτσελλο. Η ανασκαφή γίνεται από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) στην εν λόγω τοποθεσία υπό την διεύθυνση του Καθηγητή Αρχαιολογίας Κωνσταντίνου Κοπανιά με την συνεργασία του Πανεπιστημίου Κύπρου, κα την καθηγήτρια Μ. Ιακώβου
Υπό μελέτη
«Αινιγματική» παραμένει επί του παρόντος η χρήση των τούνελ τα οποία διασχίζουν εγκάρσια ένα μνημειακό τείχος, συνολικού μήκους 168 μέτρων, του οποίου η πρωιμότερη φάση ανήκει στην Υστεροκυπριακή ΙΙΓ περίοδο (13ος αι. π.Χ.), σημειώνεται σε δελτίο Τύπου του Τμήματος Αρχαιοτήτων. Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του Τμήματος Αρχαιοτήτων στην θέση , στο Μάρτσελλο η ανασκαφή των προηγούμενων ετών προσέφερε σημαντικά νέα στοιχεία, που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μίας πρωιμότερης φάσης του τείχους, η οποία ανήκει στην Υστεροκυπριακή ΙΙΓ περίοδο (13ος αι. π.Χ.). Ωστόσο, προβληματική παρέμενε η χρονολόγηση των υστερότερων οικοδομικών φάσεων», αναφέρει το δελτίο Τύπου. Κατά την διάρκεια της ανασκαφικής περιόδου του 2024, σημειώνεται, έμφαση δόθηκε αρχικά στην διερεύνηση ενός ορύγματος (τούνελ), το οποίο διασχίζει εγκάρσια το τείχος σε βάθος 2,3 μέτρων. «Η προσεκτική ανασκαφή του τούνελ επέτρεψε την πληρέστερη κατανόηση της στρωματογραφίας, αλλά και την χρονολόγηση των υστερότερων φάσεων του τείχους», αναφέρεται, προσθέτοντας ότι προέκυψαν νέα δεδομένα που ενισχύουν την άποψη του F. Maier, ότι το τείχος επισκευάσθηκε στην Κυπροαρχαϊκή και αργότερα στην Κυπροκλασική περίοδο. «Ωστόσο, δεν επιβεβαιώθηκε η παλαιότερη θεωρία, σύμφωνα με την οποία τα τούνελ που έχουν εντοπισθεί σε διάφορα σημεία του τείχους είχαν κατασκευασθεί το 499/498 π.Χ., κατά την διάρκεια της πολιορκίας της Παλαιπάφου από τους Πέρσες», σημειώνεται.
Νέα στοιχεία
Σύμφωνα με το Τμήμα Αρχαιοτήτων, η ανασκαφή του 2024 επικεντρώθηκε, επίσης, στην διερεύνηση ενός μνημείου βόρεια του τείχους και σε μικρή απόσταση από αυτό, το οποίο έχει το σχήμα του γράμματος «Π» και είναι στραμμένο προς την θάλασσα. «Παλαιότερα είχε θεωρηθεί ότι αυτή η κατασκευή αποτελούσε τμήμα της οχύρωσης και λειτουργούσε ως αμυντικός πύργος. Ωστόσο, η νέα ανασκαφή έδειξε ότι δεν συνδέεται με το τείχος και πως μάλλον είχε λατρευτικό χαρακτήρα», προστίθεται. Τα μέχρι τώρα διαθέσιμα ανασκαφικά στοιχεία δείχνουν ότι είχε θεμελιωθεί σε στρώμα της Υστεροκυπριακής ΙΙΙ περιόδου (12ος-11ος αι. π.Χ.), περιέπεσε σε αχρηστία κατά την Κυπρογεωμετρική περίοδο και στην συνέχεια επισκευάσθηκε κατά την Κυπροαρχαϊκή περίοδο (6ος αι. π.Χ.), αναφέρει. Προσθέτει ότι το 2023 εντοπίσθηκαν στην εξωτερική πλευρά αυτής της αινιγματικής κατασκευής οι παραστάσεις δύο εγχάρακτων πλοίων, τα οποία μοιάζουν με αντίστοιχες απεικονίσεις σκαφών στο Κίτιον. «Το 2024 εντοπίσθηκε μία ακόμη παράσταση πλοίου, το οποίο όμως παρέμεινε ημιτελές», αναφέρεται.