Του Γιώργου Σαξατέ
Ματωμένη η μνήμη, αναμοχλεύει όλα εκείνα που κουβαλά δεκαετίες τώρα, ατάκτως ειρημένα, στοιβαγμένα κάπου μέσα στα σώματα, με το χρόνο να μη φαίνεται ικανός να γιατρέψει, να επουλώσει τις πληγές.
Η καρδιά ματώνει κάθε φορά που φέρνει στο μυαλό εκείνα τα πρόσωπα, τα τόσο οικεία, εκείνα που παίζαμε μαζί στην ίδια αλάνα, να αλλάζουν άξαφνα έκφραση και να στρέφουν τα όπλα κατά του αδελφού τους.
Τότε είχαμε καταλάβει. Ακόμα και το αθώο μυαλό μας, προειδοποιούσε ότι κάτι κακό θα συμβεί.
Το οσμιζόμασταν στο καλοκαιρινό αεράκι που φυσούσε από τη θάλασσα της Κερύνειας, από την αύρα που ερχόταν από την Καραμανιά και έφερνε μέχρι τα παράθυρά μας, κάτι ασυνήθιστο, κάτι αλλιώτικο.
Εκείνο τον τόσο αλλιώτικο Ιούλη, οι πέτρες που καθόμασταν να ξαποστάσουμε στο διάλειμμα του θέρους, έκαιγαν, τα στάχυα έμελλε να μείνουν στοιβαγμένα στα θερισμένα χωράφια και τα λεμόνια να μην ξαλαφρώσουν τα δέντρα από το βάρος τους.
Οι πόρτες των σπιτιών κλειδαμπαρώθηκαν κατακαλόκαιρα και οι άντρες του σπιτιού κρύφτηκαν στα περιβόλια και τα σπήλαια για να γλιτώσουν τη σύλληψη.
Ήταν αλλιώτικος εκείνος ο Ιούλης και σίγουρα κάτι κακό θα έφερνε μαζί του. Δεν μπορεί η διχόνοια να φέρει τη γαλήνη. Το ήξερε αυτό ο καθένας μας, το ήξερε ο λαός μας, που πότιζε με τον ιδρώτα του τη γης, που φίλευε τον ξένο του γλυκό νεραντζάκι και δροσερό νερό, αγαπούσε και δόξαζε το Θεό.
Μόνο εκείνοι δεν το ήξεραν, που πίστεψαν ότι μπορούσαν να φέρουν περισσότερη αγάπη υπό την απειλή των όπλων, που μπορούσαν να αλλάξουν τη μοίρα μας, χωρίς να μας ρωτήσουν, χρησιμοποιώντας μεθόδους που ήταν ξένες για τούτο το λαό.
Ετούτος ο λαός που ήξερε πολύ καλά να παλεύει με τη γης, τα στοιχεία της φύσης, με τους εχθρούς. Πώς μπορούσε τώρα να παλέψει με τ’ αδέλφια του;
Πώς μπορούσε εντελώς ξαφνικά να γίνει εχθρός σου ο αδελφός; Πώς μπορούσε να στρέψει το όπλο εναντίον σου;
Ήταν πολύ αλλιώτικος εκείνος ο Ιούλης. Τώρα το ξέρουμε καλά. Ήταν εκείνος που έκανε να ηχήσουν οι σειρήνες και να ρημάξουν οι ζωές μας.
Πώς να ξεχάσει κανείς εκείνο τον Ιούλη; Με τις πληγές της συμφοράς να μην έχουν ποτέ επουλωθεί. Με τα χαμένα χωριά και τις πόλεις μας, να μας καλούν καθημερινά. Με συρματοπλέγματα και οδοφράγματα να μας χωρίζουν από τη γη που μας γέννησε, με όπλα στραμμένα παντού να μας απειλούν να ξεχάσουμε ότι κτίσαμε, ότι αναστήσαμε, ότι πιστέψαμε…
Ήταν αλλιώτικος εκείνος ο Ιούλης