ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΑΝΝΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
48 χρονια συμπληρώνονται φέτος από την τουρκική εισβολή του 1974 και οι θύμισες όσων έζησαν τα τραγικά γεγονότα αυτές τις μέρες ξαναζωντανεύουν.
Ο Αντρέας Πέτρου από το Βασίλι Καρπασίας 22 ετών τότε συνελήφθη αιχμάλωτος και αρχικά μεταφέρθηκε στο γκαράζ «Παυλίδη» στη Λευκωσία. Ακολούθως στις φυλακές Αδάνων, ενώ με την απελευθέρωση του επιλέγει να επιστρέψει στο κατεχόμενο χωριό του όπου και παραμένει εγκλωβισμένος μέχρι και το Σεπτέμβρη του 1976 όταν εκδιώχτηκε από τους τούρκους μαζί με τους άλλους συγχωριανούς του.
Στην συνέντευξη του στο «Αδέσμευτο» θυμάται και μοιράζεται μαζί μας τα τραγικά γεγονότα εκείνων των ημερών…
Ερ.: Που σας βρήκε η τουρκική εισβολή του 74;
Απ.: Κατά τη διάρκεια της πρώτης εισβολής πολέμησα στην τ/κ συνοικία Σακάρια Αμμοχώστου και μια εβδομάδα πριν τη δεύτερη εισβολή ζήτησα και πήρα ειδική άδεια για να μεταφέρω του γονείς μου που ήταν στο χωριό μου το Βασίλι σε ασφαλή περιοχή και με την έναρξη της δεύτερης εισβολής όλοι οι χωριανοί φύγαμε από τα σπίτια μας και πήγαμε στα χωράφια κοντά στο δάσος, όμως επιστέψαμε σύντομα πίσω στα σπίτια μας γιατί οι τούρκοι απειλούσαν ότι θα σκότωναν όσους έβρισκαν έξω από τα σπίτια τους.
Στις 22 Αυγούστου ειδοποιηθήκαμε ότι έπρεπε να μαζευτούμε στην πλατεία του χωριού όπου έφτασε ένας τ/κ αστυνομικός που μιλούσε πολύ καλά ελληνικά και ξεχώρισε τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους και στην πλατεία μείναμε καμία 25αρια άτομα.
Μας ανακοίνωσε ότι θα μας έπαιρναν για ανάκριση στο γειτονικό χωριό το Λεονάρισσο και μας οδήγησαν σε ένα καφενείο όπου και μείναμε μέχρι τις 25 Αυγούστου που μας άφησαν να επιστρέψουμε στα σπίτια μας με την προϋπόθεση να παρουσιαζόμαστε δυο φορές την ημέρα στον αστυνομικό σταθμό.
Στις φυλακές
Την Τρίτη 28 Αυγούστου όταν πήγαμε για να δώσουμε το παρόν μας, μας περίμεναν λεωφορεία και μας μετέφεραν στη Λευκωσία στο Γκαράζ Παυλίδη μέσω Αμμοχώστου. Εκεί μας ερεύνησαν και μας πήραν ότι είχαμε χρήματα, ρολόγια και ακολούθως μας έβαλαν σε μια αποθήκη όπου υπήρχαν και άλλοι αιχμάλωτοι των τούρκων περίπου 500 άτομα.
Για κάθε 2 άτομα μας έδωσαν ένα σεντόνι για να κοιμηθούμε αλλά η αποθήκη δεν μας χωρούσε για να ξαπλώσουμε. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες, υπήρχε μόνο ένα αποχωρητήριο για τόσους ανθρώπους, ενώ για φαγητό μας έδιναν το πρωί ένα κομματάκι ψωμί και 2με 3 ελιές και για το βράδυ τυρί ή «πόλιπιφ».
Για να περάσει η ώρα, φυλάγαμε τα κουκούτσια των ελιών και τα τρίβαμε στο τσιμεντένιο πάτωμα και με κλωστή που βγάζαμε από τα σεντόνια φτιάχναμε κομπολόι.
Στα Άδανα
Στις 10 Σεπτεμβρίου το βράδυ, οι τούρκοι μας ξεχώρισαν και πάλι και όσους μας έβαλαν στην αριστερή πλευρά του γκαράζ μας έδωσαν να συμπληρώσουμε κάρτες αιχμαλώτου πολέμου. Εμείς νομίσαμε ότι θα μας άφηναν ελεύθερους όμως το πρωί στρατιώτες μας έδεσαν τα μάτια και τα χέρια και μας φόρτωσαν σε λεωφορεία για άγνωστη κατεύθυνση.
Στη διαδρομή μας κτυπούσαν άλλοι με όπλα, άλλοι με ξύλα ή και τα χέρια τους. Φτάσαμε στην Κερύνεια και μας έβαλαν σε πλοίο, μας ξεσκέπασαν τα μάτια και μας έλυσαν τα χέρια που είχαν ματώσει από το σφικτό δέσιμο με τον σπάγκο. Γύρω στα μεσάνυκτα υπολογίζω, φθάσαμε στη Μερσίνα όπου μας περίμεναν στρατιωτικά οχήματα για να μας μεταφέρουν στα Άδανα.
Στην διαδρομή τούρκοι πολίτες προσπαθούσαν να μας τραυματίσουν με μαχαίρια και λοστούς για αυτό και προσπαθούσαμε όλοι να μετακινηθούμε στο κέντρο του οχήματος για να γλυτώσουμε, δυστυχώς όμως κάποιοι τραυματίστηκαν.
Ερ.: Όταν φθάσατε στις φυλακές των Αδάνων τι αντιμετωπίσατε;
Απ.: Μέχρι να μας οδηγήσουν στην αυλή των φυλακών, περάσαμε από ένα μεγάλο διάδρομο και κάθε δυο περίπου μέτρα υπήρχαν στρατιώτες που μας κτυπούσαν, μας ερεύνησαν και πάλι και το μόνο που έμεινε να μας πάρουν ήταν τα κομπολόγια από τις ελιές που φτιάξαμε στην Λευκωσία και ακολούθως μας οδήγησαν σε θαλάμους.
Εγώ ήμουν στο θάλαμο 11. Ήμασταν 49 αιχμάλωτοι αλλά υπήρχαν μόνο 25 κρεβάτια.
Το επόμενο πρωινό μας κατέγραψαν, μας φωτογράφησαν και μας άφησαν στην αυλή μέσα στον καυτό ήλιο, μέχρι το μεσημέρι που μας έδωσαν φαγητό (ρεβίθια).
Το απόγευμα μας ξύρισαν ή καλύτερα μας ξερίζωσαν τα γένια με ειδικές μηχανές κουρέματος…
Ερ.: Πως περνούσαν οι μέρες στις τουρκικές φυλακές;
Απ.: Οι ημέρες περνούσαν με άγχος και αγωνία για τη ζωή μας, αλλά και για τη ζωή των συγγενών μας στην Κύπρο. Μια ημέρα μας μάζεψαν στην αυλή και μας ζήτησαν να ξεχωρίσουν οι φοιτητές, οι δάσκαλοι, οι καθηγητές και οι παπάδες και εγώ είπα ότι είμαι φοιτητής παρόλο που στους καταλόγους ήμουν γραμμένος ως υπάλληλος.
Μας μετέφεραν για νέα ανάκριση, μπαίναμε τρεις – τρεις σε μικρά δωματιάκια γεμάτα με αίματα στους τοίχους και ξεσκισμένα ρούχα στο πάτωμα.
Εκεί ήταν ένας τούρκος αξιωματικός ένας Τουρκοκύπριος διερμηνέας και δυο ένοπλοι στρατιώτες και με ρώτησε που υπηρέτησα στρατιώτης, σε ποιο όπλο, αν γνώριζα το όνομα του διοικητή μου, και αν ήμουν Μακαριακός ή Γριβικός.
Όταν τελείωσε η ανάκριση με κλωτσιές οι δυο στρατιώτες μας έβαλαν σε αυτοκίνητο μεταφοράς κρατουμένων και επιστρέψαμε στα Άδανα. Εκεί μας ανακοίνωσαν ότι θα μεταφερθούμε στην Κύπρο για την ανταλλαγή αιχμαλώτων.
Το τελευταίο βράδυ στις φυλακές των Αδάνων κοιμηθήκαμε σε ξεχωριστούς θαλάμους και μας έδωσαν για φαγητό καρπούζι και σταφύλι, ενώ την άλλη ήμερα μας έβαλαν σε φορτηγά και μας οδήγησαν στην Μερσίνα και μπήκαμε στο πλοίο για την επιστροφή μας στην Κύπρο.
Φτάσαμε στην Κερύνεια και με λεωφορεία μας μετέφεραν στην Λευκωσία όπου και δηλώσαμε που θέλαμε να πάμε. Όσοι δήλωναν ότι ήθελαν να πάνε στις ελεύθερες περιοχές τους έβαλαν σε λεωφορεία και πήγαν για ανταλλαγή, οι υπόλοιποι μεταφερθήκαμε στις φυλακές στο Σεράγιο και ύστερα από μια εβδομάδα μας μετέφεραν στα κατεχόμενα χωριά μας. Από το χωριό μου το Βασίλι ήμουν ο μοναδικός αιχμάλωτος που μεταφέρθηκε στην Τουρκία.
Ερ.: Ποια ήταν η κατάσταση στο χωριό σου;
Απ.: Ελάχιστοι ήταν οι χωριανοί μου που κατάφεραν να φύγουν στις ελεύθερες περιοχές όλοι οι υπόλοιποι είχαν μείνει εγκλωβισμένοι . Επιστρέφοντας στο χωριό μου μια συγχωριανή μου ανέφερε ότι ο πατέρας μου είχε αρρωστήσει και τον πήρε ο Ερυθρός Σταυρός για να τον μεταφέρει σε νοσοκομείο όπου και πέθανε όπως ενημερώθηκα αργότερα, ενώ η μητέρα μου ήταν σε συγγενικό μας σπίτι άρρωστη αφού οι τούρκοι είχαν διαδώσει στο χωριό ότι όσοι είχαν μεταφερθεί αιχμάλωτοι στην Τουρκία είχαν σφαγιασθεί.
Με την επιστροφή μου στο χωριό έπρεπε να παρουσιάζομαι δυο φορές την ημέρα σε αστυνομικό σταθμό πρωί και απόγευμα. Ήταν πολύ δύσκολη η ζωή όμως δεν μπορούσα να εγκαταλείψω το σπίτι και τις περιουσίες των γονιών μου. Τελικά στις 11 Σεπτεμβρίου του 1976 μας έδιωξαν από το χωριό μας για τις ελεύθερες περιοχές. Την οικογένεια μου όπως και ορισμένους άλλους χωριανούς μας έστειλαν για να κατοικήσουμε σε τ/κ σπίτια στην Σταυροκόννου.
Ερ.: Ποια είναι τα συναισθήματα σας τέτοιες μέρες;
Απ.: Πόνος, οργή και κυρίως πικρία είναι τα συναισθήματα που κυριαρχούν. Οι υλικές ζημιές που προκλήθηκαν από την Τουρκική εισβολή του ‘74 επουλώθηκαν, όμως οι πληγές στις ψυχές όσων έζησαν τα γεγονότα δεν μπορούν να κλείσουν όσα χρόνια και αν περάσουν…