Ε: Γιαγιά, το πατρικό σου το σπίτι ήταν της οικογένειας σου όξα ενοικιάζετε το;
Α: Όϊ ήταν δικό μας… ήταν του τζιουρού μου. Επήρεν πρώτα μιαν άλλη γεναίκα πριν την μάνα μου, εμακαρίστην, ήβρεν το σπίτι που λλέου της, τζ’ ύστερα επήρεν την μάνα μου. Εν τζιει μέσα πού ‘μαστον εμείς, ότι τζιαι ήρταμεν δακάτω επουλήαμεν το τζιείνο.
Ε: Τα λεφτά εν ο παπάς σου που τα εδιαχειρίζετουν; Εν ο παπάς σου επίσης που έπαιρνεν τις δύσκολες αποφάσεις;
Α: Ούλλοι εδουλεύκαμεν, ούλλα σ’ έναν ταμείον, εφυλάμεν τα έσσω στο σπίτι, πακκιρούες δηλαδή. Εν ο τζιύρης μου όμως πού ‘καμνε κουμάντο. Τζιαι για τα σπίθκια τζιαι για ούλλα τα ζητήματα.
Ε: Εβοηθούσετε άλλους πιο φτωχούς σας, εκάμνετε το συχνά;
Α: Ακατάγνωτα, τζιαι συγγενείς τζιαι γνωστούς τζιαι χωρκανούς, αφού κόρη μου είσσιεν φτώσσειαν πολλήν. Τζι’ εμάς εβοηθούσαν μας όμως σε ώραν περίστασην.
Ε: Ετέλειωσες το δημοτικό σχολείο γιαγιά;
Α: Επήα ως την Πέμπτη του δημοτικού. Ύστερα εφκάλαν με οι γονιοί μου για δουλειάν. Ήμουν η μακρύττερη… Ε πού ήταν να πάω κόρη μου; Αφούς η σπουδή εν ανώττερη, εν επρόκειτουν να πάω, ήντα μπου’ ταν να κάμω; Εφκαίναν οι παραπάνω, εγιώ ήμουν η μακρύττερη μες το σκολείον τζιαι εφκέϊκα τζι’ εγιώνι.
Ε: Κάτι που θυμάσαι που την παιδικήν σου ηλικίαν;
Α: Ήντα μπου να πω; Που έσυρα το κολότζιν τζι’ έσπαχα το; Επέψαν με να ψουμνίω, εν είσσιεν τότες τσέντες που εβάλλαμεν τα ψουμνίσματα. Επήρα το κολοκούϊ να βάλω κρασί ποτζεί στον καβενέ που είσσιεν κάτι σκαλιά. Έσυρα το τζ’ έσπαεν. Άμαν ήρτα έσσω έφα τζιαι καμιάν ξυλιάν. Επαίρναμεν μαντηλιές πρώτα να μας βάλλουν το ψούμνισμα μέσα, μέ τσεντούες μέ τίποτε εν είσσιεν. Έδιννα την τζ’ έβαλλα την κάτω που την μασκάλην.
Ε: Στους γονιούς σου δεν αντιμιλούσες φαντάζομαι;
Α: Όϊ μάνα μου, ναι να αντιμιλήσω, προπάντων στον τζιύρη μου;
Ε: Τα Χριστούγεννα εκάμνετε κάτι διαφορετικό που σήμερα;
Α: Εσφάγγαμεν τον σσιοίρο. Εκάμναμεν λουκάνικα, ζαλατίνα, λαρτί τζιαι άλλα πράματα…
Ε: Θυμάσαι την εθνική γιορτή στις 25 του Μάρτη όταν ήσουν στο σχολείο, εγιορτάζετε;
Α: Εκάμναμεν γιορτή εις το σκολείο. Εφέρναμεν καρέκλες πόσσω μας. Εσυνάετουν ο κόσμος ούλλος, οι γονιοί μας, οι συγγενείς μας, ήμαστιν στο σκολείο τζι’ εμείς τζιαι τζείνοι τζ’ ελαλούσαμεν ποιήματα.
Ε: Θυμάσαι κάποιο γάμο στην οικογένεια σου;
Α: Επηαίναμεν στους γάμους, επηαίναμεν τζι’ εχορεύκαμεν. Στη θκειά μου την Ελένην εμπέηκα τζιαι κουμέρα.
Ε: Γιαγιά θυμάσαι κάποιο προικοσύμφωνο; Εγίνουνταν έτσι πράματα παλιά ένεν;
Α: Ναι, πρώτα εκάμναν προικοσύμφωνα. Άμαν ενοιώθαν οι αδρώποι ότι είσσιεν μάλιν η νύφη απαιτούσαν τζι’ εθέλασιν.
Ε: Πώς ήταν η ζωή στη γειτονιά;
Α: Επηαίναμεν πόξω που εν το σπίτι της Αφιέττας, εκαθούμαστιν στο στενό τζι’ εκουβεγγιάζαμεν.
Ε: Η Αφιέττα ήταν η καλύτερη σου φίλη;
Α: Ήταν η καλλύττερη μου. Τζιαι στες γέννες μου τζιαι σε ούλλα ήταν παρών. Όσους τζ’ αν εγέννηα ήταν τζείνη πού’ρκετουν τζ’ ήταν δίπλα μου.
Ε: Η μάνα σου είσσιεν φίλες Τουρκοκύπριες τζ’ εμπιστεύκετουν τες;
Α: Είσσιεν τζιαι στη δουλειά της τζιαι ούλλα. Που εδουλεύκαμεν είσσιεν τζαι Τουρκούες που επηαίναν μιτά μας τζι’ ελαλούσαμεν πάνω κουμέρα κάτω κουμέρα, ήταν ούλλες φιλενάες μας.
Αντώνης Τρακκίδης
Διορισμένος Δημοτικός Σύμβουλος
Δήμου Γεροσκήπου.