Παρασκευή, 24 Ιανουαρίου, 2025
13.9 C
Paphos

Ακολουθήστε μας:

ΑρχικήΚΥΠΡΟΣ«Χριστουγεννιάτικα Χωριά 2024 – 2025»

«Χριστουγεννιάτικα Χωριά 2024 – 2025»

Share

Γνωρίστε τέσσερα από τα οκτώ φετινά χωριά που μπορείτε να ζήσετε την μαγεία των Χριστουγέννων

Μετά την αξιολόγηση των αιτήσεων, «Χριστουγεννιάτικα Χωριά 2024 – 2025»  λειτουργούν στον Αγρό, στη Δερύνεια, στον Καλοπαναγιώτη, στο Κίτι, στην Κυπερούντα, στη Λαϊκή Γειτονιά (Δήμος Λευκωσίας), στα Λεύκαρα και στο Φικάρδου μέχρι τις 6 Ιανουαρίου 2025.

Με αφορμή τη λειτουργία των Χριστουγεννιάτικων Χωριών ο Αδέσμευτος σας δίνει σημαντικές  πληροφορίες για τέσσερα χωριά Αγρό, Λεύκαρα, Κυπερούντα και Φικάρδου για να μάθε τε τι ακριβώς γίνεται και γιατί όχι να τα επισκεφθείτε για να ζήσετε την μαγεία των Χριστουγέννων.

Αγρός

Ο Αγρός είναι χωριό της επαρχιας Λεμεσού…

Ο Αγρός είναι κτισμένος σε υψόμετρο 1000 μέτρων, στη γεωγραφική περιφέρεια της Πιτσιλιάς. Στα νότια συνορεύει με τον Άγιο Ιωάννη, στα νοτιοδυτικά με τον Κάτω Μύλο, στα δυτικά με την Ποταμίτισσα, στα βορειοδυτικά με τα Αγρίδια, στα βόρεια με τον Πολύστυπο και στα ανατολικά με την Άλωνα και τον Άγιο Θεόδωρο.

Ο Αγρός αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα χωριά της περιοχής. Πέραν από δημοτικό σχολείο, είναι το μόνο χωριό της περιοχής το οποίο διαθέτει γυμνάσιο-λύκειο (εξατάξιο γυμνάσιο), το Απεήτειο Γυμνάσιο. Στο γυμνάσιο αυτό φοιτούν μαθητές από 22 γειτονικά χωριά. Η ιστορία του σχολείου ξεκινά από το 1943. Στο σχολείο λειτουργεί επίσης και ξενοδοχειακή σχολή.

Στο χωριό υπάρχουν ακόμη Κέντρο Γεωργικής Εκπαίδευσης, αστυνομικός σταθμός, ταχυδρομείο, υγειονομικό κέντρο, τράπεζες, γήπεδο ποδοσφαίρου, κλειστό γήπεδο καλαθοσφαίρισης και περιφερειακό θέατρο.

Επιπλέον, στο χωριό λειτουργούν διάφορες γνωστές επιχειρήσεις και βιοτεχνίες:

Στον Αγρό υπάρχουν οι εξής ιεροί ναοί:

Εκκλησία Παναγίας Ελεούσας, η οποία ολοκληρώθηκε το 1909 στο χώρο που ήταν το Μοναστήρι «Μονή του Μεγάλου Αγρού».

Εκκλησία Τιμίου Προδρόμου, η οποία κτίστηκε περί το 1860.

Εκκλησία Αγίου Γερασίμου, η οποία ολοκληρώθηκε το 2008.

Εκκλησία Αγίας Κυριακής, η οποία κτίστηκε το 1992-1993.

Στο χωριό υπάρχουν τα μουσεία: Μουσείο Φραγκουλίδη. Λειτούργησε το 2004 προς τιμή του Σόλων Φραγκουλίδη, ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πρώτης γενιάς των Κυπρίων καλλιτεχνών και ταυτόχρονα έναν από τους πρωτοπόρους ζωγράφους και αγιογράφους της Κύπρου. Την περίοδο 1932-1934 διέμενε στο χωριό.

Ελιόμυλος της Εκκλησίας του Ιωάννη του Πρόδρομου Αγρού. Στο μουσείο υπάρχουν ο ελιόμυλος, το πιεστήριο, το αλεστήρι, τα ζεμπήλια και άλλα εργαλεία.

 

Λεύκαρα

 

Τα Λεύκαρα είναι χτισμένα σε υψόμετρο 575 μέτρων, στα νοτιοανατολικά της οροσειράς του Τροόδους. Απέχουν 35 χιλιόμετρα από τη Λάρνακα, 50 χιλιόμετρα από τη Λευκωσία και 55 χιλιόμετρα από τη Λεμεσό..

Στα βορειοδυτικά συνορεύουν με τη Βαβατσινιά και τον Λαζανιά, στα βόρεια με τον Λυθροδόντα, στα βορειοανατολικά με τον Δελίκηπο, στα ανατολικά με τον Κόρνο, στα νοτιοανατολικά με την Κοφίνου, στα νότια με τα Κάτω Λεύκαρα και τη Σκαρίνου, στα νοτιοδυτικά με τον Κάτω Δρυ, τη Χοιροκοιτία και τη Βάβλα και στα δυτικά με τη Λάγια.

Σχετικά με την προέλευση της ονομασίας Λεύκαρα υπάρχουν τρεις εκδοχές:

η ονομασία Λεύκαρα είναι σύνθετη και σημαίνει Λευκά Όρη. Η ονομασία αυτή προέρχεται από τα ασβεστολιθικά πετρώματα που υπάρχουν στην περιοχή, τα οποία δίνουν δημιουργούν λευκόχρωμο, τραχύ ασβεστολιθικό και πυριτολιθικό τοπίο.

η ονομασία Λεύκαρα προέρχεται από συστάδες μικρών λεύκων που φύτρωναν στην περιοχή

η ονομασία Λεύκαρα προέρχεται από έναν οικιστή της περιοχής που ονομαζόταν Λεύκαλος.

Τα Λεύκαρα υπήρχαν από τα βυζαντινά χρόνια. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξη του χωριού με την ονομασία Λεύκαρα προέρχεται από την Τυπική Διαθήκη του Αγίου Νεοφύτου, ο οποίος αναφέρει ότι γεννήθηκε στα Λεύκαρα το 1134. Η καταγωγή του Αγίου Νεοφύτου από τα Λεύκαρα επιβεβαιώνεται και στο απολυτίκιο του αγίου όπου αναφέρεται ως Των Λευκάρων το κλέος…

Την εποχή της Φραγκοκρατίας (13ος αιώνας) τα Λεύκαρα αποτέλεσαν έδρα της Επισκοπής Αμαθούντας, η οποία ήταν μια από τις τέσσερις επισκοπικές έδρες της Κύπρου. Ιστορικές μαρτυρίες αναφέρουν ότι τον 14ο αιώνα είχαν εξοριστεί στα Λεύκαρα τα ηγετικά στελέχη του στρατιωτικού μοναχικού τάγματος των Ναϊτών.

Την εποχή της Ενετοκρατίας (15ος-18ος αιώνας), τα Λεύκαρα αποτέλεσαν τουριστικό θέρετρο για τις αρχόντισσες των Ενετών. Μια εκδοχή αναφέρει ότι οι αρχόντισσες αυτές δίδαξαν το λευκαρίτικο κέντημα στις γυναίκες του χωριού. Επιπλέον, πιστεύεται ότι την εποχή αυτή ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι επισκέφτηκε το χωριό, όπου και αγόρασε ένα μεγάλο τραπεζομάντηλο για την Αγία Τράπεζα του Καθεδρικού ναού του Μιλάνου.

Το 1570 ξεκίνησε η Τουρκοκρατία στην Κύπρο. Τα Λεύκαρα δέχθηκαν τουρκικές επιδρομές και ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων σκοτώθηκε. Την εποχή της τουρκοκρατίας ξεκίνησε ο διαχωρισμός σε Πάνω Λεύκαρα και Κάτω Λεύκαρα, όταν, το πιθανότερο, δημιουργήθηκε ο γειτονικός και ανεξάρτητος οικισμός των Κάτω Λευκάρων από εκτοπισμένους Έλληνες. Πριν την τουρκοκρατία, οι πηγές αναφέρουν το χωριό Λεύκαρα, το οποίο ήταν τα σημερινά Πάνω Λεύκαρα.

Το 1878 ξεκίνησε η Αγγλοκρατία στην Κύπρο. Το 1882 θεσπίστηκε νόμος σύμφωνα με τον οποίο ο αρμοστής είχε την εξουσία να ιδρύει ή να καταργεί δήμους μετά από αίτηση των κατοίκων μιας περιοχής. Οι κάτοικοι των Πάνω Λευκάρων έκαναν αίτηση το 1883 και η κοινότητα τους ανακηρύχθηκε σε δήμο την ίδια χρονιά..

Σύμφωνα με τις απογραφές πληθυσμού που πραγματοποιήθηκαν στην Κύπρο, ο πληθυσμός των Πάνω Λευκάρων παρουσιάζει μείωση τις τελευταίες δεκαετίες. Αποτελεί τον μικρότερο σε πληθυσμό δήμο της Κύπρου (εξ αυτών που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία).

Πριν την τουρκική εισβολή του 1974 στα Λεύκαρα κατοικούσαν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, με τους Ελληνοκύπριους να πλειοψηφούν. Ο πληθυσμός των Λευκάρων έφθασε στο υψηλότερο σημείο του τις δεκαετίες του 1930 και 1940. Τη δεκαετία του 1950 ο πληθυσμός μειώθηκε λόγω μετανάστευσης του πληθυσμού στο εξωτερικό.

Κατά τη διάρκεια των δικοινοτικών διαταραχών του 1963, οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι των Λευκάρων (περίπου 360) μετακινήθηκαν στην Κοφίνου. Μόνο τριάντα από αυτούς επέστρεψαν στα Λεύκαρα. Οι υπόλοιπο παρέμειναν στην Κοφίνου. Το φθινόπωρο του 1974 οι Τουρκοκύπριοι που επέστρεψαν στα Λεύκαρα και αυτοί που παρέμειναν στην Κοφίνου, μεταφέρθηκαν στο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Οι περισσότεροι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στον Άγιο Θεόδωρο Αμμοχώστου.

Τα Λεύκαρα είναι γνωστά για τα λευκαρίτικα κεντήματα. Οι γυναίκες των Λευκάρων κεντούσαν τα λευκαρίτικα κεντήματα για να στολίζουν τα σπίτια τους. Η παράδοση αναφέρει ότι το λευκαρίτικο κέντημα ξεκίνησε την περίοδο 1191-1517, όταν οι αρχόντισσες των Ενετών δίδαξαν στις γυναίκες του χωριού το κέντημα. Οι γυναίκες του χωριού εξέλιξαν τα κεντήματα ώστε να αποκτήσουν τοπικό χαρακτήρα. Τα σχέδια του λευκαρίτικου κεντήματος είναι εμπνευσμένα από τη φύση και το περιβάλλον. Επιπλέον, η παράδοση αναφέρει ότι το 1481 ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι επισκέφθηκε τα Λεύκαρα, αγόρασε ένα από τα κεντήματα και το πήρε στον Καθεδρικού ναού του Μιλάνου. Παρόμοιο κέντημα προσφέρθηκε στον ίδιο ναό στις 19 Οκτωβρίου 1986 όταν ο ναός γιόρτασε τα 600 χρόνια ύπαρξης του. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι κάτοικοι του χωριού ξεκίνησαν να πωλούν τα κεντήματα τους και σε άλλες περιοχές εντός και εκτός Κύπρου, ξεκινώντας το εμπόριο των λευκαρίτικων κεντημάτων, το οποίο επέφερε έσοδα σε κάθε οικογένεια στα Λεύκαρα. Τον Οκτώβριο του 2010 το λευκαρίτικο κέντημα εντάχθηκε στον κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.

Στις αρχές του 18ου αιώνα ξεκίνησε η αργυροχοΐα στα Λεύκαρα. Οι κάτοικοι του χωριού κατασκεύαζαν σκαλέτες για τον λαιμό, αλυσίδες, σκουλαρίκια, βραχιόλια, ασημένια κουταλάκια, βέρες, σταυρούς, καδενών αλλά και εκκλησιαστικών ειδών όπως καντήλες, εικόνες, εξαπτέρυγα, σταυρούς, ευαγγέλια και καπνιστομέρρεχα.

Τα σπίτια στα Λεύκαρα αποτελούν δείγμα της λαϊκής αρχιτεκτονικής της Κύπρου. Στα Πάνω Λεύκαρα υπάρχει Μουσείο Λαϊκής Τέχνης. Στο μουσείο, αρχοντικό του 19ου αιώνα, υπάρχουν έπιπλα, ενδυμασίες και κεντήματα του 19ου αιώνα.

Στα Πάνω Λεύκαρα βρίσκεται η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, η οποία κατασκευάστηκε τον 14ο αιώνα.

Κυπερούντα

Η Κυπερούντα είναι κοινότητα της επαρχίας Λεμεσού.

Βρίσκεται 43 χιλιόμετρα βόρεια της Λεμεσού, στους πρόποδες της Μαδαρής και στη γεωγραφική περιφέρεια της Πιτσιλιάς. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1140 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στα νότια συνορεύει με τις Δύμες, στα νοτιοανατολικά με τα Αγρίδια, στα ανατολικά με τα Χανδριά, στα βόρεια με τα Σπήλια και τα Καννάβια και στα δυτικά με τον Αμίαντο.

Η ονομασία του χωριού προέρχεται από το φυτό «κύπειρος» ή «κύπερη» ή «κύπερος» ή «κάπουρο» και συγκεκριμένα ο Κύπειρος ο στρογγυλός. Πρόκειται για ένα ζιζάνιο, είδος του φυτού Κύπειρος, το οποίο αφθονεί στην περιοχή και χρησιμοποιείτο ως μια από τις κύριες τροφές των ζώων.

 

Οι εκτάσεις άγριας βλάστησης περιλαμβάνουν πεύκουςμαζιέςξυσταρκές και λατζιές. Η καλλιεργήσιμη έκταση του χωριούπεριλαμβάνει μηλιέςαχλαδιέςροδακινιέςδαμασκηνιέςκερασιέςαμυγδαλιέςκαρυδιές   και λαχανικά. Η παραγωγή του μήλου είναι πολύ μεγάλη. Μάλιστα στο χωριό πραγματοποιείται κάθε χρόνο το φεστιβάλ του μήλου.

Το κλίμα του χωριού είναι ξηρό και σταθερό. Τον χειμώνα υπάρχουν παγετοί και χιόνια ενώ η θερμοκρασία πέφτει υπό το μηδέν. Το καλοκαίρι είναι ήπιο. Το 1937, επί Αγγλοκρατίας, λόγω των κλιματολογικών συνθηκών, η Βρετανική Αποικιοκρατική Κυβέρνηση επέλεξε το χωριό για την ανέγερση Σανατορίου. Το Σανατόριο στην περιοχή εκείνη βοηθούσε πολύ ασθενείς με αναπνευστικά ή στηθικά νοσήματα, καθώς το μικροκλίμα της περιοχής θεωρείται κατάλληλο για θεραπεία αναπνευστικών παθήσεων. Το 1974 το Σανατόριο μετατράπηκε στο Περιφερειακό Νοσοκομείο Κυπερούντας.

Σύμφωνα με τις απογραφές πληθυσμού που πραγματοποιήθηκαν στην Κύπρο, ο πληθυσμός του χωριού μέχρι το 1976 αυξανόταν. Η αύξηση του πληθυσμού οφειλόταν στη λειτουργία του μεταλλείου του Αμιάντου και στη γεωργική δραστηριότητα. Ακολούθησαν δύο δεκαετίες με μείωση πληθυσμού, για να επανέλθει η αυξητική τάση. Ο πίνακας που ακολουθεί παρουσιάζει τον πληθυσμό της Κυπερούντας όπως καταγράφηκε στις απογραφές πληθυσμού που έγιναν στην Κύπρο.

Φικάρδου

Το Φικάρδου είναι κοινότητα της επαρχίας Λευκωσίας.

Βρίσκεται κτισμένο σε νοτιοανατολική πλαγιά της οροσειράς Τρόοδος, σε απόσταση 40 περίπου χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της Λευκωσίας. Το χωριό σήμερα έχει σχεδόν ερημώσει και σύμφωνα με την απογραφή του 2001 έχει 3 κατοίκους. Σε αυτό οδηγούν δύο δρόμοι, ένας από την Κλήρου και ο άλλος από το Καλό Χωριό Ορεινής. Σε κοντινή απόσταση βρίσκονται το επίσης παραδοσιακό χωριό Λαζανιάς και το Μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά.

Το χωριό αποτελεί ιδιοκτησία του Τμήματος Αρχαιοτήτων, το οποίο το 1978 κήρυξε ολόκληρο το χωριό σε «Αρχαίο Μνημείο» και «Ελεγχόμενη Περιοχή». Το χωριό έχει δηλωθεί από το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων ως υποψήφιο Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

Το Φικάρδου καθώς και τα γύρω χωριά ιδρύθηκαν από κατοίκους των κατά καιρούς λεηλατημένων παράκτιων πόλεων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα βουνά για ασφάλεια . Οι δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης, αναπόφευκτα οδήγησε σε σχηματισμούς φατριών υιοθετώντας έτσι και το νόμο της μαχαίρας ως επίλυσης διαφορών. Η περιοχή, ελεγχόμενη από αυτή την αταξική κοινωνία έγινε γνωστή ως το βουνό και δάσος Μαχαίρα.  Ένας καθοριστικός παράγοντας που βοήθησε τον πολλαπλασιασμό αυτών των φατριών σε κοινότητες, ήταν η ίδρυση της Ιεράς Μονής Παναγίας του Μαχαιρά.

Λόγω του ότι η τοποθεσία ήταν γνωστή ως τα λημέρια των φυγάδων  “φυγά Ανδρον” η κοινότητα κατέληξε να είναι γνωστή ως Φικάρδου. Αν και το χωριό δεν καταγράφεται να υπήρξε φέουδο κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας, ούτε και κατά τη διάρκεια της ενετικής περιόδου, ωστόσο κρατικοί ερευνητές ιστορίας ταυτίζουν το όνομα του χωριού με το όνομα ενός ενετού συμβολαιογράφου του Θωμά Φικάρδος, στα τέλη του 15ου αιώνα.

Φημολογείται ότι η συμμορία ενός Σίμωνα αφού δολοφόνησαν τον Ρήγα της Κύπρου, κρύφτηκαν στο Φικάρδου και στη συνέχεια διέφυγαν στο εξωτερικό. Εκεί έθαψαν και τον κλεμμένο θησαυρό, με το αίνιγμα ότι ο θησαυρός είναι κρυμμένος εκεί που η σκιά της βουνοκορφής δείχνει την 160η μέρα του χρόνου.

Καθώς η ευρύτερη περιοχή του χωριού αποτελείται από ακαλλιέργητη δασική και άγονη γη, οι κύριες ασχολίες ήταν εκτροφή-κατσικιών, λίγα αμπέλια και δημητριακά. Αρκετοί Φικάρδειοι ήταν υπάλληλοι του Μοναστηριού. Μια από τις πιο κερδοφόρες δραστηριότητες των κατοίκων κατά τον 13ο και 14ο αιώνα, ήταν η συσσώρευση των άγριων ελαιόδεντρων από το δάσος για τις ανάγκες των ελαιώνων που δημιουργήθηκαν από το Μοναστήρι.

Κάντε Follow ή Like στη σελίδα μας στο Facebook (πατώντας στο παρακάτω εικονίδιο) για να παρακολουθείτε τις δημοσιεύσεις του Cosmos News

Share

Share

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
- Advertisment -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Custom Ad 1

Cosmos News